- εὐπατέρεια
- εὐ-πατέρεια, ἡ, Tochter eines edlen Vaters, Helena; Artemis; αὐλά, Hof eines edlen Vaters
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐπατέρεια — daughter of a noble sire fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατερείας — εὐπατερείᾱς , εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem acc pl εὐπατερείᾱς , εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατερείης — εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατερείῃ — εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατέρειαι — εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατέρειαν — εὐπατέρεια daughter of a noble sire fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάτειρα — εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ) 1. (επιθ. τής Ελένης, τής Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).… … Dictionary of Greek